Περιοδικό στα ιταλικά
Μετάφραση: περιοδικό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
magazzino, periodico, rivista, magazine, scomparto, caricatore
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιοδικό
περιοδικό ψυχολογία, περιοδικό crash, περιοδικό hello, περιοδικό αρχαιολογία, περιοδικό οκ, περιοδικό λεξικό γλώσσας ιταλικά, περιοδικό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- περιοδεύω στα ιταλικά - giro, escursione, Tour, per tour, prenotazione di escursioni
- περιοδικά στα ιταλικά - periodicamente, periodica, periodico, periodicamente i
- περιορίζω στα ιταλικά - ridurre, restringere, limitare, rimpicciolire, confine, frontiera, limite, ...
- περιορισμένος στα ιταλικά - limitato, limitata, ristretta, ristretto, restrizioni
Τυχαίες λέξεις
Περιοδικό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: magazzino, periodico, rivista, magazine, scomparto, caricatore
Μεταφράσεις: magazzino, periodico, rivista, magazine, scomparto, caricatore