Περιοδικό στα πολωνικά
Μετάφραση: περιοδικό, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
magazynek, czasopismo, magazyn, skład, pismo, magazynu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιοδικό
περιοδικό ψυχολογία, περιοδικό crash, περιοδικό hello, περιοδικό αρχαιολογία, περιοδικό οκ, περιοδικό λεξικό γλώσσας πολωνικά, περιοδικό στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- περιοδεύω στα πολωνικά - objeżdżać, kolejność, jeździć, przesunięcie, objazd, podróż, zwiedzanie, ...
- περιοδικά στα πολωνικά - czasami, okazyjnie, rzadko, okresowo, przypadkowo, okazjonalnie, sporadycznie, ...
- περιορίζω στα πολωνικά - uszczuplać, powstrzymać, zahamować, więzić, schudnąć, obniżać, poprzestawać, ...
- περιορισμένος στα πολωνικά - końcowy, skończony, ograniczony, ograniczone, ograniczona, ogranicza, ogranicza się
Τυχαίες λέξεις
Περιοδικό στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: magazynek, czasopismo, magazyn, skład, pismo, magazynu
Μεταφράσεις: magazynek, czasopismo, magazyn, skład, pismo, magazynu