Συνδρομητής στα εσθονικά

Μετάφραση: συνδρομητής, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
abonent, ettetellija, tellija, abonendi, abonendile, abonentide
Συνδρομητής στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομητής

συνδρομητής nova, συνδρομητής λεξικό, συνδρομητής αγγλικά, συνδρομητής cosmote, συνδρομητής λεξικό γλώσσας εσθονικά, συνδρομητής στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συνδετικός στα εσθονικά - ühendav, seostav, sidekoe, skeleti, side-
  • συνδρομή στα εσθονικά - tellimine, tellimus, märkimise, tellimuse, liitumisleping, tellimise
  • συνδυάζω στα εσθονικά - ühendama, kombain, kombineeruma, kombineerima, ühendada, kombineerida, ühendavad
  • συνδυασμός στα εσθονικά - kombinesoon, ühendus, kombinatsioon, kombinatsiooni, kombinatsioonis, koostisega, kombineeritud
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομητής στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: abonent, ettetellija, tellija, abonendi, abonendile, abonentide