Συνδρομητής στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συνδρομητής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assinante, subscritor, subscrever, assinantes, de assinante, de assinantes
Συνδρομητής στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομητής

συνδρομητής nova, συνδρομητής λεξικό, συνδρομητής αγγλικά, συνδρομητής cosmote, συνδρομητής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνδρομητής στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συνδετικός στα πορτογαλικά - conjuntivo, conectivo, conexivo, conjuntivos, conectivos
  • συνδρομή στα πορτογαλικά - assinatura, subscritor, subscrição, inscrição, de subscrição, Subscription
  • συνδυάζω στα πορτογαλικά - liga, combinar, cartel, combinam, combine, combiná, se combinam
  • συνδυασμός στα πορτογαλικά - combinação, combinação de, associação, combina�o, conjunto
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομητής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: assinante, subscritor, subscrever, assinantes, de assinante, de assinantes