Συνδρομητής στα ουκρανικά

Μετάφραση: συνδρομητής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
абонент, передплатник
Συνδρομητής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομητής

συνδρομητής nova, συνδρομητής λεξικό, συνδρομητής αγγλικά, συνδρομητής cosmote, συνδρομητής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνδρομητής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συνδετικός στα ουκρανικά - сполучний, з'єднувальний, зчіпний, з'єднуючий
  • συνδρομή στα ουκρανικά - внесок, пожертва, пожертвування, підписання, підписка, Передплата, Розсилка, ...
  • συνδυάζω στα ουκρανικά - комбінувати, об'єднати, об'єднуватися, поєднувати, сполучити, поєднати, сполучати
  • συνδυασμός στα ουκρανικά - комбінація, спілка, об'єднання, сполучник, злука, поєднання, сполучення
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομητής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: абонент, передплатник