Συνδρομητής στα φινλανδικά

Μετάφραση: συνδρομητής, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avustaja, tilaaja, lahjoittaja, tilaajan, tilaajalle, tilaajaa
Συνδρομητής στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομητής

συνδρομητής nova, συνδρομητής λεξικό, συνδρομητής αγγλικά, συνδρομητής cosmote, συνδρομητής λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συνδρομητής στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνδετικός στα φινλανδικά - väliosa, välikappale, liitin, sidesana, kiinnike, yhdistävä, side-, ...
  • συνδρομή στα φινλανδικά - liittymä, jäsenmaksu, tilaus, ennakkotilaus, merkintähinta, Liittynyt, tilauksen, ...
  • συνδυάζω στα φινλανδικά - kerätä, yhdistää, trusti, yhtyä, sekoittua, kartelli, kytkeä, ...
  • συνδυασμός στα φινλανδικά - yhdistelmä, yhdistely, kombinaatio, yhdistys, yhdistelmän, seos, yhdistelmää, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομητής στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: avustaja, tilaaja, lahjoittaja, tilaajan, tilaajalle, tilaajaa