Συνδρομητής στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: συνδρομητής, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претплатникот, претплатнички, претплатничка, претплатник, претплатничкиот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνδρομητής
συνδρομητής nova, συνδρομητής λεξικό, συνδρομητής αγγλικά, συνδρομητής cosmote, συνδρομητής λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συνδρομητής στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- συνδετικός στα σλαβομακεδονικά - сврзното, сврзно, сврзните, сврзувачко, сврзни
- συνδρομή στα σλαβομακεδονικά - претплата, претплатата, зачленување, претплатнички, Претплати
- συνδυάζω στα σλαβομακεδονικά - комбинирате, се комбинираат, комбинира, комбинираат, комбинација
- συνδυασμός στα σλαβομακεδονικά - комбинација, комбинацијата, тастатурата, формација
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομητής στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: претплатникот, претплатнички, претплатничка, претплатник, претплатничкиот
Μεταφράσεις: претплатникот, претплатнички, претплатничка, претплатник, претплатничкиот