Συνδρομητής στα τσεχικά

Μετάφραση: συνδρομητής, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předplatitel, odběratel, abonent, účastník, účastnická, subscriber
Συνδρομητής στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομητής

συνδρομητής nova, συνδρομητής λεξικό, συνδρομητής αγγλικά, συνδρομητής cosmote, συνδρομητής λεξικό γλώσσας τσεχικά, συνδρομητής στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • συνδετικός στα τσεχικά - spojka, spojovací, pojivové, pojivová, pojivových, pojivovou
  • συνδρομή στα τσεχικά - subskripce, předplatné, upisování, podpis, sbírka, předplacení, podepsání, ...
  • συνδυάζω στα τσεχικά - kombinovat, slučovat, kombinát, spojit, koncern, spojovat, smíchat, ...
  • συνδυασμός στα τσεχικά - spojení, kombinace, slučování, sdružení, sloučenina, spolčování, kombinování, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομητής στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: předplatitel, odběratel, abonent, účastník, účastnická, subscriber