Συνδρομητής στα τούρκικα
Μετάφραση: συνδρομητής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
abone, abonenin, bir abone, abonesi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνδρομητής
συνδρομητής nova, συνδρομητής λεξικό, συνδρομητής αγγλικά, συνδρομητής cosmote, συνδρομητής λεξικό γλώσσας τούρκικα, συνδρομητής στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συνδετικός στα τούρκικα - bağlayıcı, birleştirici, bağ, konnektif
- συνδρομή στα τούρκικα - abone, ABONELİĞİ, abonelik, üyelik, aboneliğiniz
- συνδυάζω στα τούρκικα - birleştirmek, birleşmek, birleştirir, kombine, birleştirebilirsiniz, bir araya
- συνδυασμός στα τούρκικα - birleştirme, kombinasyon, kombinasyonu, kombinasyonudur, bir kombinasyon
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομητής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: abone, abonenin, bir abone, abonesi
Μεταφράσεις: abone, abonenin, bir abone, abonesi