Συρρικνώνομαι στα εσθονικά

Μετάφραση: συρρικνώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahanema, vähenema, psühhiaater, kahandatud, kokkutõmbunuid, kokku tõmbunud, Kokkutõmbunud, kokku tõmbunud ning
Συρρικνώνομαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συρρικνώνομαι

συρρικνώνομαι μεταφραση, συρρικνώνομαι συνωνυμα, συρρικνώνομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, συρρικνώνομαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συνώνυμος στα εσθονικά - sünonüümne, sünonüüm, sünonüümiks, sünonüümid, tähendama
  • συρρέω στα εσθονικά - kari, rahvamass, parv, tunglema, kogudus, rüselema, karja, ...
  • συρροή στα εσθονικά - kogunemine, akumulatsioon, rohkus, sisaldus, voogus, juurdevool, väljavoolu
  • συρτάρι στα εσθονικά - joonistaja, sahtel, sahtli, sahtlis, sahtlisse, sahtliga
Τυχαίες λέξεις
Συρρικνώνομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kahanema, vähenema, psühhiaater, kahandatud, kokkutõmbunuid, kokku tõmbunud, Kokkutõmbunud, kokku tõmbunud ning