Ακαταστασία στα ισλανδικά

Μετάφραση: ακαταστασία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
untidiness
Ακαταστασία στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαταστασία

ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ακαταστασία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακατάστατος στα ισλανδικά - slovenly
  • ακατέργαστος στα ισλανδικά - hrár, hrátt, hráefni, hrá, hráar
  • ακατοίκητος στα ισλανδικά - óbyggilegt, óbyggileg
  • ακεραιότητα στα ισλανδικά - heiðarleiki, heilindum, heiðarleika, heilindi, heilleika
Τυχαίες λέξεις
Ακαταστασία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: untidiness