Ακαταστασία στα τσεχικά

Μετάφραση: ακαταστασία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
binec, porucha, zmatek, výtržnost, nepořádek, onemocnění, Nepořádek na pracovišti, Nepořádek na pracovišti by, neupravenost, nepořádnost
Ακαταστασία στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαταστασία

ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία λεξικό γλώσσας τσεχικά, ακαταστασία στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ακατάστατος στα τσεχικά - rozháraný, podlý, špinavý, neuspořádaný, nepořádný, ledabylý, chaotický, ...
  • ακατέργαστος στα τσεχικά - vulgární, surový, nezpracovaný, hrubý, primitivní, syrový, syrové, ...
  • ακατοίκητος στα τσεχικά - neobývaný, neobydlený, neobyvatelný, neobyvatelné, neobyvatelná, neobyvatelnou, neobyvatelnými
  • ακεραιότητα στα τσεχικά - celistvost, čestnost, integrita, neporušenost, správnost, spravedlnost, úplnost, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακαταστασία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: binec, porucha, zmatek, výtržnost, nepořádek, onemocnění, Nepořádek na pracovišti, Nepořádek na pracovišti by, neupravenost, nepořádnost