Ακαταστασία στα λιθουανικά

Μετάφραση: ακαταστασία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
netvarka, netvarkingumas, Bałaganiarstwo, Neatsargumo, Bałagan, Bałaganienie
Ακαταστασία στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαταστασία

ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ακαταστασία στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ακατάστατος στα λιθουανικά - apsileidęs, nevalyvas, Flądrowaty, Netīrīgs, netvarkingas
  • ακατέργαστος στα λιθουανικά - nafta, žalias, žaliavos, žaliavinio, žaliava, žaliavinis
  • ακατοίκητος στα λιθουανικά - negyvenamosios, negyvenamosios paskirties, netinkami gyventi, netinkama gyventi, Nepriimtinas ir studijoms
  • ακεραιότητα στα λιθουανικά - vientisumas, vientisumą, vientisumo, vientisumui, sąžiningumas
Τυχαίες λέξεις
Ακαταστασία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: netvarka, netvarkingumas, Bałaganiarstwo, Neatsargumo, Bałagan, Bałaganienie