Ακαταστασία στα νορβηγικά

Μετάφραση: ακαταστασία, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rot, uorden, untidiness
Ακαταστασία στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαταστασία

ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ακαταστασία στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ακατάστατος στα νορβηγικά - uordentlig, rotet, sjusket, slovenly, slurvet, slurvete
  • ακατέργαστος στα νορβηγικά - grov, rå, rått, raw, råvarer, ubehandlet
  • ακατοίκητος στα νορβηγικά - ubeboelig, ubeboelige, ubeboelig på, ikke kan benyttes
  • ακεραιότητα στα νορβηγικά - enighet, integritet, integriteten, tro, god tro
Τυχαίες λέξεις
Ακαταστασία στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: rot, uorden, untidiness