Ακαταστασία στα γερμανικά

Μετάφραση: ακαταστασία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmiere, durcheinander, schlamassel, chaos, kuddelmuddel, unordnung, menge, Unordnung, Unordentlichkeit, untidiness, Unsauberkeit, Unaufgeräumtheit
Ακαταστασία στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαταστασία

ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία λεξικό γλώσσας γερμανικά, ακαταστασία στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ακατάστατος στα γερμανικά - ungeregelt, chaotisch, schäbige, abgetragen, schäbig, unordentlich, schlampig, ...
  • ακατέργαστος στα γερμανικά - rohöl, primitiv, derb, erdöl, öl, grob, primitive, ...
  • ακατοίκητος στα γερμανικά - unbewohnt, unbewohnbar, unbewohnbaren, unbewohnbare, bewohnbar, uninhabitable
  • ακεραιότητα στα γερμανικά - einheit, einigkeit, integrität, geradheit, Integrität, Unversehrtheit, Integritäts, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακαταστασία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schmiere, durcheinander, schlamassel, chaos, kuddelmuddel, unordnung, menge, Unordnung, Unordentlichkeit, untidiness, Unsauberkeit, Unaufgeräumtheit