Ακαταστασία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ακαταστασία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неуредност, неспретнатост
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακαταστασία
ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ακαταστασία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ακατάστατος στα σλαβομακεδονικά - несовесен
- ακατέργαστος στα σλαβομακεδονικά - суровини, сурови, суровини и, сурова, сурово
- ακατοίκητος στα σλαβομακεδονικά - непогодна за живеење, ненаселени, населување, ненаселиво, Неможеш да ја живее
- ακεραιότητα στα σλαβομακεδονικά - интегритет, интегритетот, интегритетот на, интегритет на, на интегритетот
Τυχαίες λέξεις
Ακαταστασία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: неуредност, неспретнатост
Μεταφράσεις: неуредност, неспретнатост