Αναδρομή στα ισλανδικά
Μετάφραση: αναδρομή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurkvæmni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναδρομή
αναδρομή ετυμολογία, αναδρομή java, αναδρομή στο παρελθόν, αναδρομή και αναδρομικοί αλγόριθμοι, αναδρομή σε προηγούμενη ζωή, αναδρομή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναδρομή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αναδεύω στα ισλανδικά - rumska, hræra, Hristið, hrista, agitate, róti, koma róti
- αναδημιουργώ στα ισλανδικά - endurskapa, endurskapað, að endurskapa, búir, endurvekja
- αναδρομικός στα ισλανδικά - afturvirk, afturskyggn, yfirlitssýning, afturvirk og, afturskyggnt
- αναδύομαι στα ισλανδικά - yfirborð, koma, fram, koma fram, koma upp, að koma
Τυχαίες λέξεις
Αναδρομή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: endurkvæmni
Μεταφράσεις: endurkvæmni