Ανησυχώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: ανησυχώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhyggjur, hafa áhyggjur, hafa, að hafa áhyggjur, hafa áhyggjur af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανησυχώ
ανησυχώ τερζής, ανησυχώ δήμου, ανησυχώ μήπως, ανησυχώ στίχοι, ανησυχώ - ελένη δήμου, ανησυχώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανησυχώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ανηλεής στα ισλανδικά - miskunnarlaus, vægðarlausir, miskunnarlaust, vægðarlaus, miskunnarlaust fyrirtækið
- ανησυχία στα ισλανδικά - varða, áhyggjuefni, áhyggjur, Áhyggjuraddir, áhyggjum
- ανηφορικός στα ισλανδικά - upp á móti, móti, upp í móti, upp brekku, á móti
- ανθήρας στα ισλανδικά - anther
Τυχαίες λέξεις
Ανησυχώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áhyggjur, hafa áhyggjur, hafa, að hafa áhyggjur, hafa áhyggjur af
Μεταφράσεις: áhyggjur, hafa áhyggjur, hafa, að hafa áhyggjur, hafa áhyggjur af