Διάλειμμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: διάλειμμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrökkva, brotna, bila, brjóta, bil, líða, bili, bilið, millibili
Διάλειμμα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλειμμα

διάλειμμα διαβατα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα εργαζομένων, διάλειμμα εργασίας, διάλειμμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διάλειμμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διάκονος στα ισλανδικά - djákna, djákninn, djákni, Honum
  • διάκριση στα ισλανδικά - mismunun, jafnræði, við mismunun, um jafnræði, konar mismunun
  • διάλεκτος στα ισλανδικά - mállýskum, mállýska
  • διάλεξη στα ισλανδικά - fyrirlestur, Fyrirlesturinn, fyrirlestrinum, fyrirlestri, Erindi
Τυχαίες λέξεις
Διάλειμμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hrökkva, brotna, bila, brjóta, bil, líða, bili, bilið, millibili