Διάλειμμα στα τούρκικα

Μετάφραση: διάλειμμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesilme, kırmak, kırılmak, yıkmak, bozmak, teneffüs, kırma, ara, aralık, aralığı, aralığının, interval
Διάλειμμα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλειμμα

διάλειμμα διαβατα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα εργαζομένων, διάλειμμα εργασίας, διάλειμμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, διάλειμμα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διάκονος στα τούρκικα - diyakoz, deacon, papaz, bir gönüllüydü, gönüllüydü
  • διάκριση στα τούρκικα - ayırt etme, ayrımcılık, ayrımcılığı, ayrımcılığın, ayrım
  • διάλεκτος στα τούρκικα - lehçe, lehçesi, ağız, diyalekt, dialect
  • διάλεξη στα τούρκικα - konferans, konuşma, ders, anlatım, anlatımı, Teorik
Τυχαίες λέξεις
Διάλειμμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesilme, kırmak, kırılmak, yıkmak, bozmak, teneffüs, kırma, ara, aralık, aralığı, aralığının, interval