Διάλειμμα στα λιθουανικά

Μετάφραση: διάλειμμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laužti, pauzė, pertrauka, intervalas, intervalą, intervalo, tarpas
Διάλειμμα στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλειμμα

διάλειμμα διαβατα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα εργαζομένων, διάλειμμα εργασίας, διάλειμμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διάλειμμα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διάκονος στα λιθουανικά - diakonas, diakono, diakonai, diakonui, Diakon
  • διάκριση στα λιθουανικά - diskriminacija, diskriminacijos, diskriminaciją, nediskriminavimo, su diskriminacija
  • διάλεκτος στα λιθουανικά - žargonas, tarmė, dialektu, dialektas, tarmės, kalbos dialektu
  • διάλεξη στα λιθουανικά - paskaita, paskaitos, paskaitą, paskaitų, Wykład
Τυχαίες λέξεις
Διάλειμμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: laužti, pauzė, pertrauka, intervalas, intervalą, intervalo, tarpas