Διακύμανση στα ισλανδικά
Μετάφραση: διακύμανση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveiflur, flökt, sveiflu, sveiflur á, vikmörk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακύμανση
διακύμανση επιτοκίων, διακύμανση συνώνυμο, διακύμανση κατανομής, διακύμανση english, διακύμανση στο excel, διακύμανση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διακύμανση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διακόπτω στα ισλανδικά - stöðva, trufla, gera hlé, hlé, gera hlé á, hlé á
- διακόρευση στα ισλανδικά - diakorefsi
- διαλέγω στα ισλανδικά - kjósa, velja, valið, velur, að velja, veldu
- διαλαλώ στα ισλανδικά - blare
Τυχαίες λέξεις
Διακύμανση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sveiflur, flökt, sveiflu, sveiflur á, vikmörk
Μεταφράσεις: sveiflur, flökt, sveiflu, sveiflur á, vikmörk