Διακύμανση στα σουηδικά
Μετάφραση: διακύμανση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fluktuation, fluktuationer, variationer, svängningar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακύμανση
διακύμανση επιτοκίων, διακύμανση συνώνυμο, διακύμανση κατανομής, διακύμανση english, διακύμανση στο excel, διακύμανση λεξικό γλώσσας σουηδικά, διακύμανση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διακόπτω στα σουηδικά - paus, avbrott, uppehåll, rast, störa, avbryta, avbryter, ...
- διακόρευση στα σουηδικά - diakorefsi
- διαλέγω στα σουηδικά - välja, utvälja, väljer, välj, väljer du, välja bland
- διαλαλώ στα σουηδικά - utropa, skrälla, blare, smattrar
Τυχαίες λέξεις
Διακύμανση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: fluktuation, fluktuationer, variationer, svängningar
Μεταφράσεις: fluktuation, fluktuationer, variationer, svängningar