Διακύμανση στα ολλανδικά

Μετάφραση: διακύμανση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schommeling, fluctuatie, schommelingen, constant, constant en
Διακύμανση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακύμανση

διακύμανση επιτοκίων, διακύμανση συνώνυμο, διακύμανση κατανομής, διακύμανση english, διακύμανση στο excel, διακύμανση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διακύμανση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διακόπτω στα ολλανδικά - afbreken, pauze, rust, pauzeren, stilte, interrumperen, schorsen, ...
  • διακόρευση στα ολλανδικά - diakorefsi
  • διαλέγω στα ολλανδικά - uitpikken, verkiezen, uitkiezen, uitlezen, uitzoeken, kiezen, kies, ...
  • διαλαλώ στα ολλανδικά - afkondigen, proclameren, uitvaardigen, schallen, geschetter, blare, loeien, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακύμανση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schommeling, fluctuatie, schommelingen, constant, constant en