Διακύμανση στα ουκρανικά

Μετάφραση: διακύμανση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
флуктуація, коливання, сумнів, вагання
Διακύμανση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακύμανση

διακύμανση επιτοκίων, διακύμανση συνώνυμο, διακύμανση κατανομής, διακύμανση english, διακύμανση στο excel, διακύμανση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διακύμανση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διακόπτω στα ουκρανικά - баритися, перерва, питальний, замішання, пауза, питання, запитання, ...
  • διακόρευση στα ουκρανικά - diakorefsi
  • διαλέγω στα ουκρανικά - обман, виберіть, розв'язуватись, вибрати, розв'язуватися, обирати, вибирати, ...
  • διαλαλώ στα ουκρανικά - процесори, рев, ревіння, ревище
Τυχαίες λέξεις
Διακύμανση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: флуктуація, коливання, сумнів, вагання