Διγαμία στα ισλανδικά
Μετάφραση: διγαμία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Bigamy
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διγαμία
διγαμία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διγαμία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διαχωρισμός στα ισλανδικά - aðskilnaður, aðskilnað, aðgreining, skilin, aðgreiningu
- διαψεύδω στα ισλανδικά - gainsay
- διδάσκω στα ισλανδικά - kenna, að kenna, kennt, kenni, kennir
- διδασκαλία στα ισλανδικά - kennsla, kennslu, kenna, kenning, Kennsluvefur
Τυχαίες λέξεις
Διγαμία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Bigamy
Μεταφράσεις: Bigamy