Εγκράτεια στα ισλανδικά
Μετάφραση: εγκράτεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hófsemi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκράτεια
εγκράτεια ούρων, εγκράτεια στο γάμο, εγκράτεια ορισμός, εγκράτεια english, εγκράτεια στο φαγητό, εγκράτεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εγκράτεια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εγκλιματίζομαι στα ισλανδικά - naturalize
- εγκοπή στα ισλανδικά - hak, þrepi
- εγκρίνω στα ισλανδικά - samþykkja, að samþykkja, samþykkt, samþykki, samþykkir
- εγκρατής στα ισλανδικά - hófsamur, bindindi, edrú
Τυχαίες λέξεις
Εγκράτεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hófsemi
Μεταφράσεις: hófsemi