Εγκράτεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκράτεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
abstinentie, matigheid, geheelonthouding, Temperance, Matiging, zelfbeheersing, gematigdheid
Εγκράτεια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκράτεια

εγκράτεια ούρων, εγκράτεια στο γάμο, εγκράτεια ορισμός, εγκράτεια english, εγκράτεια στο φαγητό, εγκράτεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκράτεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκλιματίζομαι στα ολλανδικά - acclimatiseren, naturaliseren, verwilderen, inburgeren, natuurlijk maken
  • εγκοπή στα ολλανδικά - afkraken, inkeping, keep, notch, eersteklas, uitsparing
  • εγκρίνω στα ολλανδικά - beamen, goedkeuren, billijken, keuren, goed te keuren, goedkeuring, te keuren
  • εγκρατής στα ολλανδικά - gematigd, sober, matig, nuchter, bezadigd, stemmig, abstinent, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκράτεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: abstinentie, matigheid, geheelonthouding, Temperance, Matiging, zelfbeheersing, gematigdheid