Εγκράτεια στα λιθουανικά
Μετάφραση: εγκράτεια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
abstinencija, santūrumas, blaivybės, blaivybė, saikingumas, blaivybę
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκράτεια
εγκράτεια ούρων, εγκράτεια στο γάμο, εγκράτεια ορισμός, εγκράτεια english, εγκράτεια στο φαγητό, εγκράτεια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εγκράτεια στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εγκλιματίζομαι στα λιθουανικά - natūralizuotis, aklimatizuoti, Znaturalizować, Naturalizować, prigyja
- εγκοπή στα λιθουανικά - išpjova, griovelis, įpjova, įranta, įkarpa
- εγκρίνω στα λιθουανικά - patvirtinti, tvirtina, patvirtina, tvirtinti, pritarti
- εγκρατής στα λιθουανικά - blaivus, Niepijący, Susilaikyti, abstinentas, Abstynent
Τυχαίες λέξεις
Εγκράτεια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: abstinencija, santūrumas, blaivybės, blaivybė, saikingumas, blaivybę
Μεταφράσεις: abstinencija, santūrumas, blaivybės, blaivybė, saikingumas, blaivybę