Εγκράτεια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εγκράτεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abstinência, temperança, a temperança, moderação, da temperança, de temperança
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκράτεια
εγκράτεια ούρων, εγκράτεια στο γάμο, εγκράτεια ορισμός, εγκράτεια english, εγκράτεια στο φαγητό, εγκράτεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκράτεια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εγκλιματίζομαι στα πορτογαλικά - climatizar, aclimatizar, aclimatar, aclimate, naturalizar, naturalizam, naturalizá, ...
- εγκοπή στα πορτογαλικά - inclinar, golpear, entalhe, nível, notch, ranhura, incisura
- εγκρίνω στα πορτογαλικά - aprovar, sancionar, aprova, aprove, aprovará, aprovam
- εγκρατής στα πορτογαλικά - comedido, sóbrio, abstémio, parco, abstinente, abstinentes, abstinência, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκράτεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abstinência, temperança, a temperança, moderação, da temperança, de temperança
Μεταφράσεις: abstinência, temperança, a temperança, moderação, da temperança, de temperança