Εισαγωγή στα ισλανδικά
Μετάφραση: εισαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kynning, Innleiðing, innleiðingu, tilkomu, inngangi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισαγωγή
εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία, εισαγωγή στην τέχνη του κινηματογράφου, εισαγωγή στους υπολογιστές, εισαγωγή στις αρχές της επιστήμης των η/υ, εισαγωγή σχολίου στο word 2007, εισαγωγή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εισαγωγή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εισάγω στα ισλανδικά - aðflutningur, innflutningur, induct
- εισέρχομαι στα ισλανδικά - slá, slá inn, sláðu inn, að slá inn, sláðu
- εισαγωγικός στα ισλανδικά - inngangs, Inngangsnámskeið, Inngangur, Kynningarfundur, inngangsmálsgreinarinnar
- εισβάλλω στα ισλανδικά - ráðast, ráðast inn, ráðast inn í, að ráðast inn, innrás
Τυχαίες λέξεις
Εισαγωγή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kynning, Innleiðing, innleiðingu, tilkomu, inngangi
Μεταφράσεις: kynning, Innleiðing, innleiðingu, tilkomu, inngangi