Εισαγωγή στα ολλανδικά
Μετάφραση: εισαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inleiding, introductie, invoering, binnenbrengen, invoeren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισαγωγή
εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία, εισαγωγή στην τέχνη του κινηματογράφου, εισαγωγή στους υπολογιστές, εισαγωγή στις αρχές της επιστήμης των η/υ, εισαγωγή σχολίου στο word 2007, εισαγωγή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εισαγωγή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εισάγω στα ολλανδικά - spelen, portee, steken, indoen, importeren, aanbieden, introduceren, ...
- εισέρχομαι στα ολλανδικά - indoen, insteken, binnenlopen, ingaan, betreden, steken, binnengaan, ...
- εισαγωγικός στα ολλανδικά - inleidende, inleidend, inleiding, introductie
- εισβάλλω στα ολλανδικά - binnenrukken, binnenvallen, binnendringen, binnen te vallen, binnen te dringen, invasie
Τυχαίες λέξεις
Εισαγωγή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inleiding, introductie, invoering, binnenbrengen, invoeren
Μεταφράσεις: inleiding, introductie, invoering, binnenbrengen, invoeren