Θεσπέσιος στα ισλανδικά
Μετάφραση: θεσπέσιος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beauteous
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεσπέσιος
θεσπέσιος συνώνυμα, θεσπέσιος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, θεσπέσιος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- θεσμοθέτηση στα ισλανδικά - stofnanavæðingu, á stofnun, stofnunarvistun, dvöl á stofnun, fyrir dvöl á stofnun
- θεσμός στα ισλανδικά - stofnun, stofnunin, stofnun sem, stofnunar, stofnunina
- θεσπίζω στα ισλανδικά - enact, setja á svið, grípa til, ganga í gildi, lögfesta
- θετικός στα ισλανδικά - jákvæð, jákvætt, jákvæður, jákvæðar, jákvæða
Τυχαίες λέξεις
Θεσπέσιος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: beauteous
Μεταφράσεις: beauteous