Θεσπέσιος στα λιθουανικά
Μετάφραση: θεσπέσιος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Gražus, Jaukūs, Cudny, Gili, Śliczny
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεσπέσιος
θεσπέσιος συνώνυμα, θεσπέσιος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, θεσπέσιος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- θεσμοθέτηση στα λιθουανικά - institucionalizacija, institucionalizavimas, institucionalizavimo, sandarą, įstaigų skaičių
- θεσμός στα λιθουανικά - institucija, įstaiga, įstaigos
- θεσπίζω στα λιθουανικά - potvarkis, įsakas, institutas, vykdyti, priimti, įteisinti
- θετικός στα λιθουανικά - teigiamas, pozityvus, teigiama, teigiami, teigiamą, teigiamai
Τυχαίες λέξεις
Θεσπέσιος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Gražus, Jaukūs, Cudny, Gili, Śliczny
Μεταφράσεις: Gražus, Jaukūs, Cudny, Gili, Śliczny