Θεσπέσιος στα ιταλικά
Μετάφραση: θεσπέσιος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divino, bello poetico, beauteous, begli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεσπέσιος
θεσπέσιος συνώνυμα, θεσπέσιος λεξικό γλώσσας ιταλικά, θεσπέσιος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- θεσμοθέτηση στα ιταλικά - legislazione, istituzionalizzazione, l'istituzionalizzazione, dell'istituzionalizzazione, all'istituzionalizzazione, di istituzionalizzazione
- θεσμός στα ιταλικά - stabilimento, istituzione, istituto, ente, dell'istituzione, un'istituzione
- θεσπίζω στα ιταλικά - istituire, fondare, istituto, decretare, decreto, promulgare, emanare, ...
- θετικός στα ιταλικά - positivo, positiva, positive, positivi, positivamente
Τυχαίες λέξεις
Θεσπέσιος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: divino, bello poetico, beauteous, begli
Μεταφράσεις: divino, bello poetico, beauteous, begli