Κούραση στα ισλανδικά
Μετάφραση: κούραση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þreyta, þreytu, þróttleysi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κούραση
κούραση στα μάτια, κούραση inter arma, κούραση και υπνηλία, κούραση συνώνυμα, κούραση και καρδιά, κούραση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κούραση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κούνια στα ισλανδικά - sveifla, gangi, sveiflu, Swing
- κούπα στα ισλανδικά - mál, kanna
- κούρεμα στα ισλανδικά - klipping, klippingu, frádrag, frádragi, klippingin
- κούρνια στα ισλανδικά - karfa
Τυχαίες λέξεις
Κούραση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þreyta, þreytu, þróttleysi
Μεταφράσεις: þreyta, þreytu, þróttleysi