Κούραση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κούραση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
замор, заморот, уморот, умор, замореност
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κούραση
κούραση στα μάτια, κούραση inter arma, κούραση και υπνηλία, κούραση συνώνυμα, κούραση και καρδιά, κούραση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κούραση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κούνια στα σλαβομακεδονικά - замав, лулашката, нишалка, ек, swing
- κούπα στα σλαβομακεδονικά - кригла, шолја, кригла со, mug
- κούρεμα στα σλαβομακεδονικά - фризурата, фризура, движаат, подстрижка, подстригване
- κούρνια στα σλαβομακεδονικά - Костур, седалото, гргеч, нависоко, високо место
Τυχαίες λέξεις
Κούραση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: замор, заморот, уморот, умор, замореност
Μεταφράσεις: замор, заморот, уморот, умор, замореност