Μείωση στα ισλανδικά
Μετάφραση: μείωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afsláttur, afföll, lækkun, minnkun, minnka, draga, að minnka
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μείωση
μείωση μισθώματος, μείωση χοληστερόλης, μείωση τριχοφυΐας, μείωση εισφορών, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μείωση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μαύρος στα ισλανδικά - svartur, Black, svart, svarta, svörtu
- με στα ισλανδικά - með, við, hjá, og
- μεγάθυμος στα ισλανδικά - magnanimousness
- μεγάλος στα ισλανδικά - mikill, langur, langt, stór, frábær, frábær hóteltilboð, á frábær hóteltilboð, ...
Τυχαίες λέξεις
Μείωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afsláttur, afföll, lækkun, minnkun, minnka, draga, að minnka
Μεταφράσεις: afsláttur, afföll, lækkun, minnkun, minnka, draga, að minnka