Μείωση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μείωση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скарачэнне
Μείωση στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μείωση

μείωση μισθώματος, μείωση χοληστερόλης, μείωση τριχοφυΐας, μείωση εισφορών, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μείωση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μαύρος στα λευκορωσικά - чорны, чорнай
  • με στα λευκορωσικά - са, ораны, з
  • μεγάθυμος στα λευκορωσικά - magnanimousness
  • μεγάλος στα λευκορωσικά - вялiкi, шыпокi, доугi, вялікі, вялікай, вялікую, вялікая, ...
Τυχαίες λέξεις
Μείωση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: скарачэнне