Μουγκρητό στα ισλανδικά
Μετάφραση: μουγκρητό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Moo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουγκρητό
μουγκρητό συνώνυμα, μουγκρητό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μουγκρητό στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μουγκανίζω στα ισλανδικά - Moo
- μουγκρίζω στα ισλανδικά - growl, urra
- μουδιασμένος στα ισλανδικά - dofinn, dofi, dofið
- μουντός στα ισλανδικά - hugmyndasnauður, daufa, illa, sljór, leiðinleg, leiðinlegur
Τυχαίες λέξεις
Μουγκρητό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Moo
Μεταφράσεις: Moo