Μουγκρητό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μουγκρητό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carpir, gemer, mugido, mugir, moo, do MOO, de moo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουγκρητό
μουγκρητό συνώνυμα, μουγκρητό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μουγκρητό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μουγκανίζω στα πορτογαλικά - mugido, mugir, moo, do MOO, de moo
- μουγκρίζω στα πορτογαλικά - entorpecer, gemer, gemido, carpir, rosnado, grão, rosnar, ...
- μουδιασμένος στα πορτογαλικά - entorpecido, dormente, paralisado, dormentes, entorpecida
- μουντός στα πορτογαλικά - aborrecido, enfadonho, duque, obtuso, embotar, baço, entorpecer
Τυχαίες λέξεις
Μουγκρητό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: carpir, gemer, mugido, mugir, moo, do MOO, de moo
Μεταφράσεις: carpir, gemer, mugido, mugir, moo, do MOO, de moo