Ομιλητικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: ομιλητικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samtals
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομιλητικός
ομιλητικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ομιλητικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ομιλία στα ισλανδικά - tala, tal, ræðu, Mál, Ræða, Talgervill
- ομιλητής στα ισλανδικά - hátalari, ræðumaður, hátalara, talar, hátalarar
- ομιχλώδης στα ισλανδικά - þoka, óskýr, þokukennd, þokukenndur, þokukenndur og
- ομοιογενής στα ισλανδικά - einsleit, einsleitt, einsleitur, einsleita, einsleitri
Τυχαίες λέξεις
Ομιλητικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samtals
Μεταφράσεις: samtals