Ομιλητικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: ομιλητικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pokalbio, šnekamoji, Dialogo, šnekamosios, Konwersacyjny
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομιλητικός
ομιλητικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ομιλητικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ομιλία στα λιθουανικά - slaptažodis, kalbos, kalba, kalboje, kalbą, kalbėjimo
- ομιλητής στα λιθουανικά - garsiakalbis, kalbėtojas, garsiakalbio, speaker, garsiakalbių
- ομιχλώδης στα λιθουανικά - ūkanotas, rūškanas, miglotas, Foggy, rūkas
- ομοιογενής στα λιθουανικά - vienarūšis, homogeninis, vienodas, vienalytė, vienalytis
Τυχαίες λέξεις
Ομιλητικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pokalbio, šnekamoji, Dialogo, šnekamosios, Konwersacyjny
Μεταφράσεις: pokalbio, šnekamoji, Dialogo, šnekamosios, Konwersacyjny