Ομιλητικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ομιλητικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балакучий, розмовний, розмовна, розмовну
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομιλητικός
ομιλητικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ομιλητικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ομιλία στα ουκρανικά - мова, мовлення, зволожувати, говоріть, порука, промова, порозмовляти, ...
- ομιλητής στα ουκρανικά - динамік
- ομιχλώδης στα ουκρανικά - мрячний, туманний, розбудовувати, розстроювати, туманне, туманна, туманного
- ομοιογενής στα ουκρανικά - однорідний, однорідну
Τυχαίες λέξεις
Ομιλητικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: балакучий, розмовний, розмовна, розмовну
Μεταφράσεις: балакучий, розмовний, розмовна, розмовну