Ομιλητικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ομιλητικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conversacional, conversação, coloquial, de conversação, conversa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομιλητικός
ομιλητικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ομιλητικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ομιλία στα πορτογαλικά - aula, falar, conversa, conversar, conto, discurso, fala, ...
- ομιλητής στα πορτογαλικά - alto-falante, falante, orador, altifalante, altofalante
- ομιχλώδης στα πορτογαλικά - nebuloso, nevoento, nevoenta, foggy, nevoeiro
- ομοιογενής στα πορτογαλικά - homogéneo, homogénea, homogênea, homogêneo, homogêneos
Τυχαίες λέξεις
Ομιλητικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: conversacional, conversação, coloquial, de conversação, conversa
Μεταφράσεις: conversacional, conversação, coloquial, de conversação, conversa