Πασχίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: πασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leitast, leitast við, kappkosta, reyna, leggja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πασχίζω
πασχίζω συνωνυμο, πασχίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πασχίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πασπατεύω στα ισλανδικά - fiðla, fiðlunar
- παστώνω στα ισλανδικά - Kipper
- πατάτα στα ισλανδικά - kartafla, kartöflu, kartöflur, kartöflusalati, kartöflusterkju
- πατέρας στα ισλανδικά - faðir, föður, pabbi, faðirinn, að faðir
Τυχαίες λέξεις
Πασχίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: leitast, leitast við, kappkosta, reyna, leggja
Μεταφράσεις: leitast, leitast við, kappkosta, reyna, leggja