Πασχίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: πασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törekvés, törekednek, törekednek arra, törekszik arra
Πασχίζω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πασχίζω

πασχίζω συνωνυμο, πασχίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πασχίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • πασπατεύω στα ουγγρικά - hegedű, hegedűn, a hegedű, hegedűvel
  • παστώνω στα ουγγρικά - lazac, fickó, Kipper, füstölthering
  • πατάτα στα ουγγρικά - burgonya, burgonyával, burgonyakeményítő, a burgonya
  • πατέρας στα ουγγρικά - atya, páter, apa, apja, atyja, édesapja, apját
Τυχαίες λέξεις
Πασχίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: törekvés, törekednek, törekednek arra, törekszik arra