Πασχίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
listra, esforço, procurar, esforçar-se, esforçar, procurarão, envidar esforços
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πασχίζω
πασχίζω συνωνυμο, πασχίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πασχίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πασπατεύω στα πορτογαλικά - violino, rabeca, fiddle, do violino, mexer
- παστώνω στα πορτογαλικά - recurso, cura, medicar, remédio, cúpula, sarar, sanar, ...
- πατάτα στα πορτογαλικά - penico, batatinha, batata, de batata, batatas, da batata
- πατέρας στα πορτογαλικά - pai, gordo, gordura, o pai, padre
Τυχαίες λέξεις
Πασχίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: listra, esforço, procurar, esforçar-se, esforçar, procurarão, envidar esforços
Μεταφράσεις: listra, esforço, procurar, esforçar-se, esforçar, procurarão, envidar esforços