Πασχίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: πασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
streta, sträva, bemöda, sträva efter, bemöda sig, eftersträva
Πασχίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πασχίζω

πασχίζω συνωνυμο, πασχίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, πασχίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • πασπατεύω στα σουηδικά - fiol, fiolen, lurendrejerit, lurendrejeri, fiddle
  • παστώνω στα σουηδικά - botemedel, kurera, bota, kipper, böckling, rökt sill, rökt fisk
  • πατάτα στα σουηδικά - potatis, potatisen, potato
  • πατέρας στα σουηδικά - far, pappa, fader, fadern, fars
Τυχαίες λέξεις
Πασχίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: streta, sträva, bemöda, sträva efter, bemöda sig, eftersträva