Πασχίζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: πασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
настојуваат, трудат, настојуваме, се залагаат, настојува
Πασχίζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πασχίζω

πασχίζω συνωνυμο, πασχίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πασχίζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • πασπατεύω στα σλαβομακεδονικά - Виолинистот, тинтири, виолина, плетка, празни
  • παστώνω στα σλαβομακεδονικά - Kipper
  • πατάτα στα σλαβομακεδονικά - компирот, компир, компири, од компир, на компир
  • πατέρας στα σλαβομακεδονικά - таткото, татко, таткото на, отец, на татко
Τυχαίες λέξεις
Πασχίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: настојуваат, трудат, настојуваме, се залагаат, настојува